Είμαι 7 χρονών. Μπορεί να είμαι και 8. Ας πούμε ότι είμαι 7,5 να τελειώνουμε, γιατί μπορώ να παλεύω ώρες με το Alzheimer και άκρη να μη βρω. Είμαι λοιπόν 7,5 χρονών και βρίσκομαι στο σπίτι του φίλου μου του Πάνου. Οι γονείς μας κάθονται στο σαλόνι, κι εμείς οργιάζουμε στην κουζίνα. Χοροπηδάμε, σερνόμαστε στα πατώματα, ψάχνουμε το γωνιακό ντουλάπι στο οποίο η μάνα του πάντα κρύβει σοκολάτες, δεν βρίσκουμε τίποτε, παραιτούμαστε και συνεχίζουμε να κοπανιόμαστε πέρα δώθε. Πάνω που ανάβει το κέφι με κλωτσιές και ξεμάλλιασμα, μπουκάρει μέσα η μάνα του, κι εμείς παίρνουμε αυτομάτως το ύφος “Δεν πλησιάσαμε το ντουλάπι/ σεβαστήκαμε πλήρως τα περιοριστικά μέτρα/παρεμπιπτόντως που έχεις κρύψει τα γλυκά καλή μου γυναίκα/what are you talking about lady?”. Το υφάκι πιάνει, η κ.Κική δεν μας περνάει απο ανάκριση, και μας ανακοινώνει πως νοίκιασαν ταινία απο το βίντεοκλαμπ που άνοιξε μερικές μέρες πριν στην γειτονιά, οπότε ήρθε η ώρα να πάρουμε τους κώλους μας και να πάμε να στηθούμε μπροστά στην τηλεόραση. Εμείς αντιδρούμε λες και μας είπε η γυναίκα “Παιδιά, πήραμε μονόκερο, βγείτε στον κήπο να τον χαϊδέψετε. Α, και σε λίγο θα έρθει και ο Άγιος Βασίλης για καφέ, κάντε την λίστα με τα δώρα που θέλετε για φέτος.” Λογική αντίδραση, δεδομένου πως μέχρι τότε ο συνδυασμός των λέξεων “νοικιάζω” και “βίντεοκλαμπ” στην ίδια πρόταση ήταν τουλάχιστον ουτοπικό σενάριο για το παραμελημένο απο την τεχνολογική εξέλιξη προάστιο μας. Τα βίντεο τα είχαμε για να βλέπουμε καμιά βάπτιση, κάνα γάμο, τέτοια πράγματα. Την χαρά μου την έβρισκα όταν πήγαινα στον θείο μου στην Καλαμαριά, έπαιρνα 4-5 κασέτες Jumaru απο το απέναντι βίντεοκλαμπ, και καθόμουν μπροστά στην τηλεόραση μέχρι να τρέξουν τα σάλια μου απο την αποχαύνωση.
Και μετά απο αυτή την ευχάριστη εικόνα, συνεχίζω. Στρωνόμαστε λοιπόν στο σαλόνι, η κασέτα μπαίνει στην υποδοχή, πατιέται το play, και στην οθόνη εμφανίζεται μια νεκροκεφαλή, την οποία ακολουθεί ο τίτλος. The Goonies.
Μέσα στα είκοσι πρώτα λεπτά τρια παιδικά μυαλά χάνουν την επαφή με την πραγματικότητα. Δεν τα νοιάζει τίποτε άλλο, παρά μόνο το ταξίδι που ξεκινάει μπροστά στα μάτια τους για την εύρεση ενός χαμένου θησαυρού που θα σώσει μια ολόκληρη γειτονιά απο τις μπουλντόζες του κακού κυρίου (δεν ήξερα την λέξη “μαλάκας” τότε) που θέλει να ισοπεδώσει τα σπίτια των Goonies για να χτίσει γήπεδο του γκολφ. Παρακολουθούμε τον Mikey και την παρέα του να λύνουν γρίφους, να πέφτουν σε παγίδες, να κυνηγιούνται απο τους Φρατέλις, να μην τα παρατάνε. Μαγευόμαστε ακόμα περισσότερο όταν βρίσκουν το πλοίο. Τρομάζουμε όταν τους πιάνουν οι κακοί της υπόθεσης. Αγωνιούμε για το αν θα τα καταφέρουν τελικά. Και τα καταφέρνουν. Κι εμείς χαμογελάμε.
Καθώς πατιέται το eject εγώ κάνω προγραμματικές δηλώσεις, λες και με ρώτησε κανείς. “Τα Goonies θα είναι για πάντα η αγαπημένη μου ταινία”, λέω με στόμφο.
Την επόμενη βδομάδα μας ρωτάνε ποια ταινία θέλουμε να δούμε. Και οι τρεις δίνουμε την ίδια απάντηση. Την οποία δεν αλλάζουμε για αρκετό καιρό.
Είμαι 30. Και είμαι βόδι. Γιατί εδώ που πρέπει να κάνω εκπτώσεις, το Alzheimer κοιμάται όρθιο. Μόνο στα 7-8 ξέρω να κάνω παζάρια. Τέλος πάντων, είμαι 30 και χαζεύω στο torrentz, μπας και βγήκε κανένα καινούριο επεισόδιο των σειρών που παρακολουθώ και δεν το πήρα χαμπάρι. Η Meredith δεν μας κάνει την χάρη, και οι Sam και Dean μόλις άνοιξαν πόλεμο με τον Θεό, αλλά απο Οκτώβρη θα μάθουμε τι γίνεται. Μια αναλαμπή βαράει ξαφνικά τον εγκέφαλο μου και κατεβάζω την “αγαπημένη μου ταινία για πάντα”. Έχω γύρω στα 15 χρόνια να την δω και υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να ξενερώσω και να πάει το “για πάντα” περίπατο.
Την βάζω να παίζει. Αυτή τη φορά δεν μου χρειάζονται είκοσι λεπτά. Απο το πρώτο κιόλας πλάνο γυρίζω πίσω. Στην εποχή που το αβγό ήταν αυγό. Τότε που το πρώτο παγωτό το τρώγαμε στις 15 Ιουνίου, και μετρούσαμε πόσα μπάνια κάναμε το καλοκαίρι για να την πούμε στους συμμαθητές μας τον Σεπτέμβρη. Τότε που οι εποχές ήταν τέσσερις, και το μοναδικό μας βάσανο το σχολείο. Τότε που όλα ήταν πιο απλά.
Παρακολουθώ την ταινία σα να την βλέπω για πρώτη φορά. Κι ας είναι η 854η. Κι ας ξέρω όλους τους διαλόγους απ’ έξω. Ο ενθουσιασμός μου είναι ακριβώς ο ίδιος. Στο τέλος συγκινούμαι. Ίσως γιατί προς στιγμήν ξαναπίστεψα στους χαμένους θησαυρούς. Ίσως γιατί συνειδητοποίησα πως δεν έχω μετρήσει τα μπάνια μου εδώ και πάρα πολλά καλοκαίρια.
Ίσως γιατί το παιδικό μου “για πάντα” δεν χάθηκε μέσα στα χρόνια που πέρασαν.